καταγύνης

καταγύνης
καταγύνης, ὁ (Α)
αυτός που ασχολείται μόνο με τις γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γύνης (< γυνή), πρβλ. ανδρο-γύνης, πολυ-γύνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάγυνος — κατάγυνος, ον (Α) ο καταγύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυνος (< γυνή), πρβλ. μισό γυνος, φιλό γυνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”